Τα Μανδριά Πάφου είναι τουρκοκυπριακό χωριό της επαρχίας Πάφου, περίπου 13 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης της Πάφου.
Τα Μανδριά είναι κτισμένα στην παράκτια πεδιάδα της Πάφου, σε μέσο υψόμετρο 22 μέτρων. Το τοπίο του χωριού έχει μια πολύ μικρή κλίση προς τη θάλασσα, που περιβρέχει το νότιο τμήμα του. Κατά μήκος των ανατολικών συνόρων του χωριού ρέει ο ποταμός Ξερός, που πάνω του κατασκευάστηκε το φράγμα του Aσπρόκρεμμου.
Τα Μανδριά δέχονται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 430 χιλιοστόμετρα. Πάνω στα εύφορα εδάφη του χωριού καλλιεργούνται τα εσπεριδοειδή (κυρίως λεμόνια, πορτοκάλια και κλεμεντίνια), τα αμπέλια επιτραπέζιων ποικιλιών, τα φρουτόδεντρα (μπανανιές, αβοκάντο και αχλαδιές), τα φιστίκια, τα φασόλια, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και λίγες ελιές. Καλλιεργείται επίσης μια μεγάλη ποικιλία λαχανικών, που περιλαμβάνουν πατάτες, καρότα, καρπούζια, πεπόνια, κρεμμύδια, παντζάρια, μπιζέλια, αγγουράκια, τομάτες και άλλα.
Αρκετά ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία του χωριού. Το 1985 εκτρέφονταν από Ελληνοκυπρίους πρόσφυγες 1.805 πρόβατα, 458 κατσίκες, 17 αγελάδες και 271 πουλερικά. Ο αριθμός των προβάτων ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος της επαρχίας, μετά τα χωριά Koύκλια, Πέγεια, Ίνια και Τίμη.
Η κτηνοτροφία αποτελούσε, μαζί με τη γεωργία, βασική απασχόληση των Τουρκοκυπρίων κατοίκων του χωριού πριν από την τουρκική εισβολή του 1974. Το 1973 εκτρέφονταν από 124 Τουρκοκυπρίους κτηνοτρόφους 1.103 πρόβατα, 699 κατσiκες, 22 βόδια, 32 αγελάδες και 1.672 πουλερικά.
Τα Μανδριά συγκαταλέγονται μεταξύ των χωριών που έχουν ευεργετηθεί από το αρδευτικό έργο της Πάφου, ιδιαίτερα από το φράγμα του Aσπρόκρεμμου και τις γεωτρήσεις που ανορύχθηκαν κατά μήκος των ποταμών της περιοχής. Το 1985 η αρδευόμενη έκταση γης του χωριού ανερχόταν στα 357 εκτάρια, από τα οποία τα 324 εκτάρια, αρδεύονταν από το φράγμα του Aσπρόκρεμμου.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Μανδριά βρίσκονται γύρω στα 700 μέτρα, αριστερά του κύριου δρόμου Λεμεσού Πάφου.
Τα Μανδριά γνώρισαν συνεχή σχεδόν πληθυσμιακή ανάπτυξη από το 1881 μέχρι το 1973. Το 1881 οι κάτοικοί τους ήταν 149 που αυξήθηκαν στους 179 το 1891, στους 198 το 1901, στους 216 το 1911, στους 287 το 1921, μειώθηκαν στους 272 το 1931, αλλά αυξήθηκαν στους 404 τo 1946, στους 414 το 1960 και στους 642 το 1973. Μετά τη μεταφορά, το 1975, των Τουρκοκυπρίων κατοίκων του χωριού στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής τμήμα της Κύπρου, κατοίκησαν στα Μανδριά ελληνοκύπριοι πρόσφυγες, που ανέρχονταν στους 409 το 1976 και στους 488 το 1982. Στην τελευταία απογραφή που έγινε το 2001 οι κάτοικοι των Μανδριών ήταν 360.
Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού το ονόμαζαν από παλιά Yesllona, που μπορεί να μεταφραστεί ως πράσινη πεδιάδα. Και πράγματι, το χωριό βρίσκεται κτισμένο σε μια πολύ εύφορη περιοχή της παράκτιας πεδιάδας της Πάφου.
Το χωριό πιθανώς προϋπήρχε της περιόδου της τουρκοκρατίας, είναι δηλαδή αρχαιότερο από το 1570-71, κι αρχικά θα πρέπει να ήταν οικισμός βοσκών, αφού η ονομασία του σημαίνει τοποθεσία όπου υπάρχουν μάντρες. Σημειώνεται, πάντως, σε παλαιούς χάρτες με την ίδια ονομασία: Μandria ή και Mandrio.
Στην περιοχή του χωριού, προς τη θάλασσα, πιθανώς βρισκόταν η αρχαία Κυπριακή πόλη Αρσινόη. Στον χώρο αυτό, επί των ερειπίων, έχει κτιστεί ξωκλήσι, αφιερωμένο στον άγιο Ευρέση.
Απέναντι από τα Μανδριά βρίσκεται το άκρον Ζεφύρου, το αρχαίο ακρωτήρι Ζεφύριον, που αναφέρεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο.
Μετά την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων (τέλος του 1963 ), στα Μανδριά μετοίκησαν και Τουρκοκύπριοι από άλλα χωριά, ενισχύοντας τον πληθυσμό του χωριού.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχει γίνει μία αλματώδους ανάπτυξης στην Κοινότητα μας όπως και παράλληλη αύξηση του πληθυσμού. Αρκετοί Ευρωπαίοι πολίτες έχουν επιλέξει την Κοινότητα Μανδριών για να ζήσουν μόνιμα.
Στην κοινότητα υπάρχουν 4 (τέσσερα) εστιατόρια, 1 (μία) καφετέρια, 1 (ένα) Καφενείο, 1 (μία) φρουταρία, 1 (ένα) Μίνι Μάρκετ το Κοινοτικό Ιατρείο. Επίσης υπάρχει το Πολιτιστικό Κέντρο που διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις όπως το ετήσιο φεστιβάλ φυστικιού, θεατρικές παραστάσεις κ.α.